αβούλιαχτος

αβούλιαχτος
-η, -ο
εκείνος που δε βουλιάζει: Ήτανε βάρκα αβούλιαχτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αβούλιαχτος — και αβούλιαγος, η, ο [βουλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να βυθιστεί, αβύθιστος 2. αυτός που δεν έπαθε καθίζηση, δεν κατέπεσε ή δεν γκρεμίστηκε …   Dictionary of Greek

  • αβύθιστος — η, ο [βυθίζω] 1. αυτός που δεν βυθίστηκε, αβούλιαχτος, ακαταπόντιστος 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να βυθιστεί …   Dictionary of Greek

  • ακαταβύθιστος — η, ο [καταβυθίζω] εκείνος που δεν έχει βυθιστεί ή δεν μπορούν να τόν βυθίσουν, αβούλιαχτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”